Συμπεριφορές εκφοβισμού σε παιδιά και εφήβους: Μια ιστορία που εξελίσσεται
Ο Εκφοβισμός σε παιδιά σχολικής ηλικίας αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα, το οποίο αποτελεί σοβαρή απειλή για τη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων. Στο άρθρο αυτό περιγράφονται ο επιπολασμός του φαινομένου, τα κοινά χαρακτηριστικά θυτών και θυμάτων καθώς και οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της συμμετοχής σε περιστατικά εκφοβισμού. Βασικοί τομείς που επισημαίνονται περιλαμβάνουν την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων πρόληψης του εκφοβισμού.
Το περιστατικά βίας και επιθετικότητας στα σχολεία αποτελούν ένα σύνηθες και αυξανόμενα φαινόμενο, το οποίο έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον επιστημόνων, εκπαιδευτικών και φορέων χάραξης πολιτικής για περισσότερο από τρεις δεκαετίες στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, στη Βόρεια Αμερική και στην Αυστραλία. Ο εκφοβισμός ορίζεται ως η αρνητική σωματική, λεκτική, ή διαπροσωπική ενέργεια που (α) έχει εχθρικά κίνητρα, (β) προκαλεί ταλαιπωρία του θύματος, (γ) επαναλαμβάνεται στον χρόνο και (δ) χαρακτηρίζεται από ανισορροπία δύναμης μεταξύ δράστη και θύματος. Ο ορισμός αυτός υπογραμμίζει τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τον εκφοβισμό από άλλες κοινές εκφράσεις της επιθετικότητας μεταξύ των συμμαθητών, όπως οι συνηθισμένοι τσακωμοί, όπου δεν υπάρχει διαφορά δύναμης ανάμεσα στους εμπλεκόμενους, ή τα παιχνίδια που έχουν φιλικά κίνητρα και αποτελούν μέρος των φυσιολογικών μοντέλων κοινωνικοποίησης μεταξύ των νέων. Ο εκφοβισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές, που κυμαίνονται από τη σωματική αντιπαράθεση, τα πειράγματα, και την ταπείνωση, σε πιο έμμεσους τρόπους θυματοποίησης, όπως η διάδοση φημών, ο αποκλεισμός από την ομάδα των συνομηλίκων και η κοινωνική περιθωριοποίηση του θύματος. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η ενίσχυση Του ρόλου των νέων τεχνολογιών στη ζωή της νεολαίας, έχει συμβάλει στην ανάδειξη του εκφοβισμού στον κυβερνοχώρο ως ένα εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο.
Πραγματοποιήσαμε μια συνδυασμένη, συστηματική αναζήτηση στη βάση δεδομένων της ιατρικής βιβλιογραφίας, με στόχο την ανασκόπηση της επιδημιολογίας, της αναγνώρισης και της αντιμετώπισης του εκφοβισμού και της θυματοποίησης, στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Οι αντίστοιχες δημοσιεύσεις εξήχθησαν από τις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης (Medline, PsycINFO, Embase, Scopus, Google Scholar, Ovid, και Cochrane Library) 2000-2013 χρησιμοποιώντας τις λέξεις-κλειδιά “εκφοβισμός, παιδιά, έφηβος, και παρέμβαση”. Στη συνέχεια ερευνήθηκαν συστηματικά, οι λίστες αναφοράς για εύρεση σχετικών άρθρων. Οι μελέτες που επιλέχθηκαν, εξετάζουν τον επιπολασμό, τα κοινά χαρακτηριστικά των θυτών και των θυμάτων, καθώς και τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της συμμετοχής στον εκφοβισμό.
Ε Π Ι Π Ο Λ Α Σ Μ Ο Σ
Τα εκτιμώμενα ποσοστά των περιστατικών εκφοβισμού, ποικίλουν σημαντικά τόσο μεταξύ των χωρών, όσο και μεταξύ των φύλων και των ηλικιακών ομάδων. Για παράδειγμα, το ποσοστό των παιδιών που ανέφεραν συμμετοχή σε περιστατικά εκφοβισμού είναι 13% στις ΗΠΑ, 24% στην Αγγλία, και 8% στη Γερμανία. Πρόσφατη διεθνής μελέτη δείχνει ότι ο επιπολασμός του εκφοβισμού κυμαίνεται από 32% (σε 11χρονα αγόρια στη Λιθουανία) σε 2% (στα κορίτσια όλων των ηλικιών στην Αρμενία).
Ο επιπολασμός του εκφοβισμού στις περισσότερες χώρες, διαφέρει ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα και μειώνεται με την ηλικία. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι τα αγόρια είναι πιο πιθανό να γίνουν δράστες ή/και θύματα σωματικής, λεκτικής και γενικά άμεσης μορφής εκφοβισμού, ενώ τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε έμμεσες μορφές εκφοβισμού. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον προσδιορισμό συγκεκριμένων προτύπων εκφοβιστικής συμπεριφοράς ανά φύλο. Προηγούμενη έρευνα, δείχνει επίσης ότι τα παιδιά χαμηλής κοινωνικό-οικονομικής τάξης είναι πιο ευάλωτα στον εκφοβισμό, ενώ άλλες μελέτες δεν παρέχουν τέτοια αποδεικτικό στοιχεία.
Ε Π Ι Π Τ Ω Σ Ε Ι Σ
Οι επιπτώσεις του εκφοβισμού στην υγεία και την ψυχοκοινωνική προσαρμογή των νέων προκαλούν ανησυχία. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι τρεις ομάδες ατόμων που εμπλέκονται άμεσα στον εκφοβισμό, δηλαδή οι θύτες, τα θύματα, και οι θύτες/ θύματα, παρουσιάζουν διαφορετικά, μερικές φορές όμως αλληλεπικαλυπτόμενα χαρακτηριστικά. Τα πιο κοινά αρνητικά αποτελέσματα που σχετίζονται με τη θυμητοποίηση είναι η κατάθλιψη (29,5% των εφήβων που έχουν υποστεί εκφοβισμό αναφέρουν συμπτώματα κατάθλιψης σε σύγκριση με το 7,3% των μη συμμετεχόντων συνομηλίκων τους), το άγχος (περισσότερο από το 50% των θυμάτων αναφέρουν σοβαρό άγχος), και ο αυτοκτονικός ιδεασμός. Μια διαχρονική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τον Τtofi, παρείχε στοιχεία για την συσχέτιση της θυματοποίησης στην εφηβεία με τα καταθλιπτικά συμπτώματα στην ενήλικη ζωή, κυρίως στις γυναίκες. Επιπρόσθετα φάνηκε, ότι τα θύματα του εκφοβισμού εκδηλώνουν υψηλά επίπεδα μετα-τραυματικού στρες. Πολυκεντρική μελέτη συνόλου 113.200 μαθητών από 25 χώρες, με μέση ηλικία 11,5, 13,5 και 15,5 χρόνια, δείχνει την επικράτηση εξωτερικευόμενων συμπτωμάτων, όπως επιθετική συμπεριφορά και συμπεριφοριστικά προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα, έρευνα σε 428 προπτυχιακούς φοιτητές βασισμένη στην αξιολόγηση της Εθνικής Σχολής Υγείας και Συμπεριφοράς (για αλκοόλ, ναρκωτικά, κάπνισμα, βία και επιθετικότητα), και την Κλίμακα Κατάθλιψης Beck ΙΙ, καθώς και με βάση στοιχεία προσαρμοσμένα από την Κλίμακα Φανερής Επιθετικότητας, έδειξε πως σχεδόν το ένα τρίτο του δείγματος ανέφερε χρήση καπνού, το 22% μέτρια κατάθλιψη και το 81% κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, με το 58% να έχουν καταναλώσει περισσότερα από πέντε ποτά, τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο μήνα. Αναφορές σχετικά με λεκτική και σωματική βία ήταν επίσης κοινές. Η μέσης βαρύτητας κατάθλιψη βρέθηκε να σχετίζεται με το κάπνισμα και τη σωματική και λεκτική επιθετικότητα, αλλά όχι με τη βαριά κατανάλωση αλκοόλ. Σε μια άλλη μελέτη αντιπροσωπευτικού δείγματος 15.686 μαθητών Έκτης Δημοτικού έως Α’ Λυκείου, σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία των Ηνωμένων Πολιτειών, που βασίστηκε στο “Health Behaviour in School-Aged children” της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας διαπιστώθηκε συσχέτιση μεταξύ του εκφοβισμού και της οπλοκατοχής. Μία πρόσφατη δημοσιευμένη ανασκόπηση μακροχρόνιων μελετών έδειξε ότι η πιθανότητα εμπλοκής σε ποινικές παραβάσεις, σχετίζεται με τη διάπραξη εκφοβισμού στο σχολείο. Η αδυναμία προσαρμογής των θυτών στο πλαίσιο της εκπαίδευσης είναι σημαντική, καθώς έχουν αρκετά χαμηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις σε σχέση με τους συνομήλικούς τους που δεν εμπλέκονται στον εκφοβισμό.
Η πλειονότητα των εμπειρικών μελετών, καταδεικνύει πως μεταξύ των νέων που συμμετέχουν σε εκφοβισμό, η ομάδα με τις πιο σοβαρές δυσκολίες σε ψυχολογικό, διαπροσωπικό, και ακαδημαϊκό επίπεδο, είναι η ομάδα των θυτών/θυμάτων. Η χαμηλή λειτουργικότητά τους υποδηλώνει πως πρόκειται για ομάδα ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου. Αν και αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό, περίπου το 6% των εφήβων, παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα τόσο εσωτερικευομένων όσο και εξωτερικευομένων συμπτωμάτων, σε συνδυασμό με υψηλά ποσοστά σωματικών προβλημάτων, που πιθανώς σχετίζονται με την συσσωρευτική επίδραση του άγχους από τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά εκφοβισμού. Αυτή η υποομάδα των θυμάτων, στην πραγματικότητα, αντιδρά επιθετικά στην κακοποίησή τους. Η χαμηλή προσαρμογή τους οφείλεται στον συνδυασμό των αντικοινωνικών χαρακτηριστικών των δραστών και των συναισθηματικών προβλημάτων των θυμάτων, με αποτέλεσμα μακροχρόνια ψυχικά και κοινωνικά προβλήματα. Η μεγαλύτερη συγχρονική μελέτη, παρέχει σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με τους παρατηρηθέντες συσχετισμούς μεταξύ του εκφοβισμού και ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας . Παρά τον περιορισμό αυτό, είναι σε μεγάλο βαθμό αποδεκτό ότι ο εκφοβισμός πρέπει να θεωρηθεί ως ένα αγχογόνο και τραυματικό γεγονός στη ζωή του ατόμου, που συμβάλλει σε συμπεριφοριστικά προβλήματα και σχολική υποεπίδοση.
Εκτός από τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τον εκφοβισμού, υπάρχει μια σαφής συσχέτιση μεταξύ της βαρύτητας των προβλημάτων του θύτη/ θύματος στην τάξη ή στο σχολείο και του κοινωνικού κλίματος των εν λόγω μονάδων. Στις τάξεις με υψηλά επίπεδα προβλημάτων εκφοβισμού, οι μαθητές έχουν την τάση να αισθάνονται λιγότερο ασφαλείς και ικανοποιημένοι με τη σχολική τους ζωή.
ΑΙΤΙΑ – ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονός ότι ο εκφοβισμός εκφράζεται στο περιβάλλον, είναι σημαντικό η έρευνα να επικεντρωθεί σε παράγοντες που ενισχύουν ή περιορίζουν τον επιπολασμό και την επίπτωσή του. Οι περισσότερες μελέτες αντιμετωπίζουν τον εκφοβισμό ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο, που επηρεάζεται από παράγοντες που σχετίζονται με το άτομο, την οικογένεια, το σχολείο, καθώς και την ευρύτερη κοινότητα. Στον παρακάτω πίνακα απεικονίζονται οι παράγοντες που συσχετίζονται επιβαρυντικά ή προστατευτικά με την εμφάνιση του εκφοβισμού.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
Η αναγνώριση των πολλαπλών παραγόντων που σχετίζονται με την αιτιολογία του εκφοβισμού, πρέπει να λαμβάνεται ως κατευθυντήρια γραμμή στην ανάπτυξη των αποτελεσματικών προγραμμάτων για την καταπολέμηση του φαινομένου. Στην πραγματικότητα, πολλά προγράμματα έχουν υλοποιηθεί κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη [π.χ., το Olweus Bullying Prevention Program (ΟΒΡΡ) στη Νορβηγία και τη Σουηδία και το Kiva anti-Bullying Program στη Φινλανδία], των οποίων η αποτελεσματικότητα έχει αποδειχθεί από εμπειρικά στοιχεία (8,24,25). Το ΟΒΡΡ εφαρμόζεται στο σχολείο, στην τάξη, και σε ατομικό επίπεδο και περιλαμβάνει μεθόδους που απευθύνονται στους γονείς και στην κοινότητα. Οι σχολικοί σύμβουλοι, οι εκπαιδευτικοί και το υπόλοιπο προσωπικό, είναι οι κυρίως υπεύθυνοι για την εισαγωγή και την εφαρμογή του προγράμματος. Στόχος του προγράμματος είναι η μείωση των υφιστάμενων προβλημάτων εκφοβισμού μεταξύ των μαθητών, για την αποτροπή εμφάνισης νέων περιστατικών, καθώς και για την επίτευξη καλύτερων, ομότιμων σχέσεων στο σχολείο. Οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται με την αναδιάρθρωση του κοινωνικού περιβάλλοντος του παιδιού στο σχολείο. Η αναδιάρθρωση έχει ως στόχο αφενός να μειώσει τις ευκαιρίες και τα οφέλη της συμμετοχής σε εκφοβισμό και αφετέρου να καλλιεργήσει το αίσθημα της κοινότητας μεταξύ των μαθητών και των ενηλίκων στο σχολικό περιβάλλον. Το ΟΒΡΡ είναι σχεδιασμένο για μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου (ηλικίας 5-15 ετών). Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει αξιολογηθεί πιο διεξοδικά από οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα πρόληψης/μείωσης του εκφοβισμού μέχρι τώρα. Έξι αξιολογήσεις μεγάλης κλίμακας, με τη συμμετοχή περισσότερων από 40.000 φοιτητές, παρέχουν τεκμηριωμένα αποτελέσματα, όπως μέση μείωση κατά 20-70% σε αναφορές περιστατικών εκφοβισμού από τους φοιτητές. Οι βαθμολογίες των μαθητών και των εκπαιδευτικών σχετικά με τον εκφοβισμό έδωσαν περίπου παρόμοια αποτελέσματα με σαφή βελτίωση στον κοινωνικό τομέα, όπως αντανακλάται από τις αναφορές των μαθητών για βελτιωμένη τάξη και πειθαρχία, πιο θετικές κοινωνικές σχέσεις, και πιο θετική στάση απέναντι στο σχολείο.
Το Kiva είναι ένα πρόγραμμα κατά του εκφοβισμού, που βασίζεται στην έρευνα που έχει αναπτυχθεί στο Πανεπιστήμιο του Turku, στην Φινλανδία. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τόσο καθολικές όσο και ατομικές παρεμβάσεις πρόληψης του εκφοβισμού αλλά και αντιμετώπισης των περιπτώσεων που εμφανίζονται. Οι καθολικές ενέργειες που απευθύνονται σε όλους τους μαθητές του σχολείου, στοχεύουν στην αλλαγή των κανόνων της ομάδας και στην ενίσχυση των δεξιοτήτων εποικοδομητικής συμπεριφοράς. Το Kiva έχει αξιολογηθεί σε μια μεγάλη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή, που περιελάμβανε 117 σχολεία παρέμβασης και 117 σχολεία ελέγχου. Το πρόγραμμα έχει αποδειχθεί από τις αυτοαναφορές και τις αναφορές των άλλων, ότι μειώνει σημαντικά τον εκφοβισμό και τη θυματοποίηση. Το Kiva επηρεάζει όλες τις μορφές θυματοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της λεκτικής, σωματικής και της παρενόχλησης στον κυβερνοχώρο. Επιπλέον, αναφέρονται θετικές επιπτώσεις στην αποδοχή του σχολείου και στις σχολικές επιδόσεις. Το Κίνα επίσης μειώνει το άγχος και την κατάθλιψη και έχει θετικό αντίκτυπο στην αντίληψη των μαθητών για τους συμμαθητές τους. Φινλανδικά δεδομένα από περισσότερα από 1000 σχολεία, που εφάρμοσαν το πρόγραμμα από την υλοποίησή του το φθινόπωρο του 2009, έδειξαν ότι μετά το πρώτο έτος εφαρμογής, τόσο η θυματοποίηση όσο και ο εκφοβισμός είχαν μειωθεί σημαντικά.
Παρά την ποικιλία των ειδικών στόχων και των μεθόδων που εωωματώωνται σε κάθε πρόγραμμα, μοιράζονται κοινά βασικά στοιχεία που οδηγούν στη μείωση των περιστατικών εκφοβισμού στα σχολεία. Οι κύριοι παράγοντες που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων κατά του εκφοβισμού είναι η εφαρμογή τους σε όλο το σχολείο ώστε να αποφεύγεται ο στιγματισμός η συμμετοχή των γονέων μέσω προγραμμάτων Εκπαίδευσης Γονέων (Parent Training), η ενδοσχολική ανάπτυξη των συνεδριών, η εκπαίδευση των καθηγητών σε τεχνικές διαχείρισης της τάξης, η διάρκεια και η ένταση της εφαρμογής, η αναπτυξιακή καταλληλότητα και η πολυπλοκότητα των στοιχείων του προγράμματος, η δέσμευση του προσωπικού για την εφαρμογή της παρέμβασης, και η πολιτισμική καταλληλότητα.
Παρά την ιδιαίτερη εστίαση της κάθε μελέτης εμπειρικά στοιχεία δείχνουν τους πολλαπλούς κινδύνους που σχετίζονται με τον εκφοβισμό. Είναι προφανές, τόσο από τα ποσοστά επιπολασμού όσο και από τις επιπτώσεις στην προσαρμογή και τη λειτουργικότητα των παιδιών, ότι ο εκφοβισμός είναι μια από τις σημαντικότερες απειλές για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων. Ο αντίκτυπός του εκφοβισμού σε όλες τις πτυχές της ζωής της νεολαίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα σημαντικό διεθνές ζήτημα για τη δημόσια υγεία. Επιπλέον, στις περισσότερες μελέτες αναφέρεται ότι η μορφή και ο επιπολασμός του εκφοβισμού σχετίζονται σε κάθε περίπτωση με το πλαίσιο και το περιβάλλον. Είναι ουσιώδους σημασίας, η μελλοντική έρευνα να επικεντρωθεί στην επίδραση κοινωνικών παραμέτρων στην εξέλιξη φαινομένων όπως ο εκφοβισμός ιδίως κατά τη διάρκεια αλλαγών, όπως η οικονομική κρίση, που αφορά ολοένα και περισσότερες από τις χώρες της νότιας και της κεντρικής Ευρώπης. Παρά τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των χωρών, η έρευνα καταδεικνύει ότι η συσχέτιση του εκφοβισμού και της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής είναι σε μεγάλο βαθμό διακρατικό εύρημα.
Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α
Οι επιπτώσεις ταυ εκφοβισμού στην ανάπτυξη των εφήβων και οι μορφές μέσω των οποίων εκφράζεται, φαίνεται να είναι κοινές μεταξύ των χωρών. Το γεγονός αυτό, επιτρέπει την ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης και παρέμβασης με κοινά βασικά στοιχεία και στόχους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι με δεδομένο το γεγονός ότι ο εκφοβισμός είναι ένα διαδεδομένο φαινόμενο, οι μελλοντικές προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν όχι μόνο στη μείωση του επιπολασμού του αλλά και στον έλεγχο των επιπτώσεών του.